- ανακόχλαση
- η [ανακοχλάζω]1. δυνατό βράσιμο, αναβρασμός2. βρασμός ψυχής, ψυχικός αναβρασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακοχλάζω — 1. βράζω με δύναμη, κοχλάζω 2. αναβράζω ψυχικά, συνταράσσομαι από βρασμό ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κοχλάζω. ΠΑΡ. ανακόχλαση, ανακοχλασμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 από τον Σπυρ. Παγανέλη στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ανακοχλασμός — ο [ανακοχλάζω] η ανακόχλαση … Dictionary of Greek